σαρακοφαγωμένος

σαρακοφαγωμένος
η , ο источенный червями; с червоточиной; червивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σαρακοφαγωμένος" в других словарях:

  • σαρακοφαγωμένος — η, ο, Ν διαβρωμένος, φαγωμένος από το σαράκι («σαρακοφαγωμένα ξύλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικο φαγωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • σαρακοφαγωμένος — η, ο αυτός που φαγώθηκε από σαράκι: Σαρακοφαγωμένο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριπώδης — θριπώδης, ες (Α) [θριψ] σαρακοφαγωμένος …   Dictionary of Greek

  • σαρακιάζω — Ν [σαράκι] (αμτβ.) 1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, η, ο σαρακοφαγωμένος …   Dictionary of Greek

  • σαρακιάρικος — η, ο / σαρακιάρικος, η, ον, ΝΜ σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρακας + κατάλ. ιάρικος (< κατάλ. ιάρης), πρβλ. ψωρ ιάρικος] …   Dictionary of Greek

  • σητόβρωτος — η, ο / σητόβρωτος, ον, ΝΜΑ φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • σητόκοπος — ον, Α σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»